κλοτσηδόν

κλοτσηδόν
επίρρ.
1. με κλοτσιές, κλοτσώντας
2. μτφ. με άσχημο ή βάναυσο τρόπο («τόν πέταξε έξω κλοτσηδόν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοτσιά + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, πρβλ. βουστροφ-ηδόν, πρην-ηδόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • κλωτσηδόν — βλ. κλοτσηδόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”